Κάππαρις η ακανθώδης

Capparis spinosa, Οικογένεια Capparaceae

Μορφολογία: Η κάππαρις η ακανθώδης (Λατινική ονομασία: Capparis spinosa) είναι πολυετές φυτό που φέρει στρογγυλεμένα, σαρκώδη φύλλα και μεγάλα λευκά προς ροζ-λευκά άνθη. Το θαμνώδες αυτό φυτό έχει πολλές διακλαδώσεις, με εναλλασσόμενα φύλλα, παχιά και γυαλιστερά, στρογγυλά προς ωοειδή. Τα άνθη είναι πλήρη, γλυκά αρωματικά και επιδεικτικά, με τέσσερα σέπαλα και τέσσερα λευκά προς ροζ-λευκά πέταλα και πολλούς μεγάλους βιολετί χρώματος στήμονες και ένα ενιαίο στίγμα που συνήθως αναρτάται πολύ πάνω από τους στήμονες.

Βιότοπος και εξάπλωση: Η κάππαρις η ακανθώδης έχει βρεθεί σε άγρια κατάσταση στη Μεσόγειο, Ανατολική Αφρική, Μαδαγασκάρη, Νότιο-Δυτική και Κεντρική Ασία, Ιμαλάια, Νησιά του Ειρηνικού, Ινδοϊμαλάια και Αυστραλία. Είναι παρούσα σε όλες σχεδόν τις χώρες της λεκάνης της Μεσογείου και περιλαμβάνεται στη χλωρίδα των περισσοτέρων εξ αυτών, αλλά αν είναι αυτόχθονη στην περιοχή αυτή είναι αβέβαιο. Αν και η χλωρίδα της περιοχής της Μεσογείου έχει σημαντικό ενδημισμό, ο θάμνος κάππαρης θα μπορούσε να προέρχεται από τις τροπικές περιοχές και να έχει εγκλιματιστεί αργότερα στη λεκάνη της Μεσογείου.

Ιστορικά στοιχεία: Στην αρχαιότητα πίστευαν ότι το φυτό έχει θεραπευτικές αλλά και μαγικές ιδιότητες. Στην αρχαία Ελλάδα, η κάππαρη χρησιμοποιείτο ως διαλυτικό των αερίων του στομάχου. Σε αρχαιολογικά επίπεδα, από τα πλαίσια της αρχαϊκής και κλασικής αρχαιότητας, εκπροσωπείται με τη μορφή απανθρακωμένων σπόρων και σπανίως με τη μορφή ανθοφόρων οφθαλμών και καρπών. Ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές δίνει μεγάλη σημασία στην κάππαρη, όπως και οι Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (NH XIX, XLVIII.163) και Θεόφραστος. Ετυμολογικά, η κάπαρη και οι συγγενείς της σε αρκετές Ευρωπαϊκές γλώσσες μπορούν να αναχθούν στα κλασικά Λατινικά “capparis”, “caper”, που με τη σειρά τους το δανείστηκαν από το Ελληνικό “κάππαρις” του οποίου η προέλευση (όπως εκείνη του φυτού) είναι άγνωστη, αλλά πιθανώς να είναι Ασιατική. Άλλη θεωρία συνδέει το “kápparis” με την ονομασία της νήσου Κύπρου (Κύπρος, Kýpros), όπου οι κάππαρες φυτρώνουν σε αφθονία. Κατά τους Βιβλικούς χρόνους, στα μούρα κάππαρης αποδίδονταν αφροδισιακές ιδιότητες· η Εβραϊκή λέξη aviyyonah (אֲבִיּוֹנָה) για το μούρο κάππαρης είναι στενά συνδεδεμένο με την Εβραϊκή ρίζα avah (אבה), που σημαίνει “επιθυμία”. Η λέξη εμφανίζεται μία φορά στην Αγία Γραφή, στο βιβλίο «Εκκλησιαστής», στο στίχο 12:5.

Χρήσεις: Το φυτό είναι γνωστό για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς (μπουμπούκια) (κάππαρη), που χρησιμοποιούνται συχνά ως καρύκευμα και τους καρπούς (μούρα κάππαρης), από τα οποία και τα δύο συνήθως καταναλώνονται τουρσί. Άλλα είδη του είδους κάππαρις (Capparis), επίσης συλλέγονται μαζί όπως η Κ. η ακανθώδης (C. spinosa) για τους βρώσιμους ανθοφόρους οφθαλμούς και τους καρπούς τους. Άλλα μέρη του είδους Κάππαρις (Capparis), χρησιμοποιούνται στην παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών. Η κάππαρη χρησιμοποιείται ως καρύκευμα σε διάφορες σαλάτες, σε ποικιλία από τουρσιά και σε σάλτσες. Η γεύση της είναι πικάντικη και ελαφρώς καυτερή· αυτό οφείλεται στην ύπαρξη τού σιναπέλαιου που απελευθερώνεται από τους ιστούς του φυτού. Ο φλοιός της ρίζας χρησιμοποιείται στη θεραπεία διαφόρων παθήσεων όπως αρθρίτιδες, ρευματισμοί και πονόδοντοι.

Μαγειρικές χρήσεις: Ο αλατισμένος και ανθοφόρος οφθαλμός του τουρσιού κάππαρης (ο οποίος απλά ονομάζεται «η κάππαρη»), χρησιμοποιείται συχνά ως καρύκευμα ή γαρνιτούρα. Οι ώριμοι καρποί της κάππαρης, παρασκευάζονται ομοίως και διατίθενται στο εμπόριο ως «μούρα κάπαρης». Οι ανθοφόροι οφθαλμοί, όταν είναι έτοιμοι να συλλεχθούν, είναι σκούρο πράσινοι και περίπου το μέγεθος ενός φρέσκου σπυριού αραβόσιτου (Αραβόσιτος ο κοινός ή Ζέα η μαϋς). Συλλέγονται, κατόπιν μαρινάρονται εντός άλατος ή μείγματος από αλάτι και ξύδι και τέλος αποστραγγίζονται. Οι κάππαρες κατηγοριοποιούνται και πωλούνται από το μέγεθός τους, ορίζεται ως εξής, με τα μικρότερα μεγέθη να είναι τα πιο επιθυμητά: non-pareil (έως 7 mm), surfines (7–8 mm), capucines (8–9 mm), capotes (9–11 mm), fines (11–13 mm) και grusas (14+ mm). Εάν δεν συλλεχθεί ο ανθοφόρος οφθαλμός, ανθίζει και παράγει το μούρο κάππαρης. Ο καρπός μπορεί να γίνει τουρσί και κατόπιν προσφέρεται ως Ελληνικός μεζές. Τα καππαρόφυλλα, βρίσκονται δύσκολα εκτός Ελλάδας ή Κύπρου, χρησιμοποιούνται κυρίως σε σαλάτες και πιάτα με ψάρι. Γίνονται τουρσί ή βράζονται και συντηρούνται σε βάζα με άλμη—όπως ανθοφόροι οφθαλμοί κάππαρης. Τα ξηρά καππαρόφυλλα, τουρσί ή βραστά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσθήκη σε σαλάτες χρησιμοποιούνται επίσης ως ένα υποκατάστατο της πυτιάς, στη βιομηχανική παραγωγή τυριών υψηλής ποιότητας. Είτε κονσερβοποιημένες, είτε τουρσί οι κάππαρες αποτελούνται κατά 84% από νερό, 5% υδατάνθρακες, 2% πρωτεΐνες και 1% λιπαρά.

Διατροφικά στοιχεία: Η κάππαρη έχει ιδιαίτερα υψηλή περιεκτικότητα σε νάτριο. Μια συνηθισμένη μερίδα των 28 γραμμαρίων (μια ounce), οι κάππαρες παρέχουν 6 θερμίδες και 35% της Ημερήσιας Αξίας (ΗΑ) με νάτριο, χωρίς άλλα θρεπτικά συστατικά με σημαντικό περιεχόμενο. Σε μια ποσότητα 100 γραμμαρίων, η περιεκτικότητα σε νάτριο είναι 2348 mg ή 197% ΗΑ, με τη βιταμίνη Κ (23% ΗΑ), το σίδηρο (13% ΗΑ) και τη ριβοφλαβίνη (12% ΗΑ) να έχουν επίσης υπολογίσιμα επίπεδα.

icon

μείνετε ενημερωμένοι!

Εγγραφείτε για να λαμβάνετε αποκλειστικό περιεχόμενο και μηνιαίες ενημερώσεις για τα σημαντικότερα γεγονότα στην Αγιάσο